ορεωκόμος

ορεωκόμος
ὀρεωκόμος και ὀρειοκόμος και ὀρεοκόμος, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει ημιόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, -έως «ημίονος» + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος. Το θεματικό φωνήεν -ω- τού τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής γεν. ὀρέως. Ο τ. όρεοκόμος μαρτυρείται σε κώδικες και σε επιγραφές, ενώ ο τ. ὀρειοκόμος είναι πιθ. επικ. σχημ. ενός αμάρτυρου αρχικού *ὀρη(F)οκόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀρεωκόμος — muleteer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεοκόμοι — ὀρεωκόμος muleteer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεοκόμον — ὀρεωκόμος muleteer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεοκόμος — ὀρεωκόμος muleteer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεωκόμοι — ὀρεωκόμος muleteer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεωκόμοις — ὀρεωκόμος muleteer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεωκόμον — ὀρεωκόμος muleteer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεωκόμου — ὀρεωκόμος muleteer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεωκόμους — ὀρεωκόμος muleteer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεωκόμων — ὀρεωκόμος muleteer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”